- καρπαζώνω
- [καρπαζιά]χτυπώ κάποιον με καρπαζιές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπαζώνω — καρπαζώνω, καρπάζωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρπαζώνω — καρπάζωσα, καρπαζώθηκα, καρπαζωμένος, δίνω σε κάποιον καρπαζιές: Τον καρπάζωσα κι έγινε λαγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρπάζωμα — το [καρπαζώνω] το να καρπαζώνει κανείς ή να καρπαζώνεται … Dictionary of Greek
κατραπακιάζω — και κατραπακίζω κατραπάκιασα και κατραπάκισα, κατραπακιάστηκα και κατραπακίστηκα, κατραπακιασμένος και κατραπακισμένος, δίνω κατραπακιές, καρπαζώνω: Τον κατραπάκιασε τον άντρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)